τριακονταετηρίς

τριακονταετηρίς
τρῐᾱκοντα-ετηρίς, ίδος, ,
A period of thirty years or festival recurring every thirty years, OGI90.2 (Rosetta, ii B. C.): in full,

τ. ἑορτή D.C.62.26

; cf. τριακοντετηρίς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριακονταετηρίς — period of thirty years fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετηρίδα — τριακονταετηρίς period of thirty years fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετηρίδες — τριακονταετηρίς period of thirty years fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετηρίδι — τριακονταετηρίς period of thirty years fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετηρίδος — τριακονταετηρίς period of thirty years fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Экономос — (правильнее Икономос; Константин Οικονόμος, 1780 1857) новогреческий церковный писатель, пресвитер, сын священника, родом из Фессалии. Был учителем в смирнской гимназии; во время греческого восстания бежал в Россию, где жил долгое время,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • τριακονταετηρίδα — η / τριακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και τριακονθετηρίς και τριακοντετηρίς, Α 1. περίοδος τριάντα ετών, τριακονταετία 2. επέτειος ή εορτή για τη συμπλήρωση τριακονταετίας από αξιόλογο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ἐτηρίς (πρβλ. πεντηκοντα… …   Dictionary of Greek

  • τριακονταετηρικός — ή, όν, Α [τριακονταετηρίς] ο σχετικός με την τριακονταετηρίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”